- ἀπάτερθε
- ἀπάτερθεapartindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απάτερθε(ν) — ἀπάτερθε(ν) επίρρ. (Α) 1. χωριστά, χώρια 2. μακριά από κάτι ή κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + άτερθε(ν) «χωριστά, μακριά»] … Dictionary of Greek
ἀπάτερθεν — ἀπάτερθε apart indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)